Με την έκβαση της έκτακτης συνόδου κορυφής, ίσως είναι νωρίς να κάνουμε ασφαλείς εκτιμήσεις για τα αποτελέσματα της, πόσο μάλλον να θριαμβολογούμε, όπως κάνει ο Πρωθυπουργός.
Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση «πήρε» 3 όρους που επιζητούσε. Να δοθεί επιμήκυνση στη χρονική διάρκεια του δανείου, μείωση του επιτοκίου και δυνατότητα της Ευρώπης να αγοράσει κρατικά ομόλογα χωρών από την πρωτογενή αγορά μέσα από το μηχανισμό στήριξης.
Το ζητούμενο, ωστόσο, για την κυβέρνηση παραμένει να λύσει δύο άλλα σημαντικότατα προβλήματα. Αφενός να φέρει ανάπτυξη στην οικονομία και επομένως αυξημένα έσοδα μέσω αυτής, όντας εγκλωβισμένη σε μια τακτική αύξησης των φόρων και μείωσης των κρατικών δαπανών και αφετέρου να προχωρήσει σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις και τομές στη δομή και λειτουργία του κράτους, που θα επιτρέψουν να αλλάξει η παραγωγική δομή της χώρας.
Η Ελλάδα έχει ένα τεράστιο δημόσιο χρέος, που όσο είχε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μπορούσε κάπως να το χρηματοδοτεί. Με την έλευση της κρίσης, αυτό πήρε τεράστιες διαστάσεις και σήμερα εξακολουθεί να αυξάνεται με ιλιγγιώδεις και φοβάμαι ανεξέλεγκτους ρυθμούς. Για να το αντιμετωπίσει πρέπει είτε να έχει πλεονάσματα ο προϋπολογισμός για να μπορέσει να μειώσει το δανεισμό (και στο μεσοδιάστημα να έχει χαμηλά επιτόκια), είτε να μειώσει με οποιονδήποτε τρόπο το πρωτογενές κεφάλαιο, άρα και τα χρεολύσια.
Τίποτα από τα δύο δεν επιτεύχθηκε με τη συμφωνία των Βρυξελλών. Αντιθέτως η χώρα ανέλαβε δεσμεύσεις που ακόμα και αν καταφέρει να τις υλοποιήσει και παρά τη φτώχεια και την εξαθλίωση, που θα υποστεί ο πληθυσμός της, είναι εξαιρετικά απίθανο αν θα κατορθώσει να βγει από το τέλμα. Θα κληθούμε να κινούμαστε τουλάχιστον μέχρι το 2023 υπό τις εντολές της τρόϊκας, με συνεχή λήψη νέων μέτρων μνημονιακού χαρακτήρα, τα οποία θα πλήττουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις και θα αποψιλώνουν την περιουσία του κράτους.
Το ερώτημα που πλανάται είναι αν τελικά η κυβέρνηση με τις επιλογές της (μνημόνιο, ΔΝΤ, μέτρα λιτότητας) κερδίζει χρόνο ή χάνει χρόνο. Προσωρινά παρατείνει μια ημιθανή κατάσταση παίρνοντας συνεχώς μέτρα κυρίως φοροεισπρακτικά, που το μόνο που πετυχαίνουν είναι να μεγαλώνουν την ύφεση, άρα και τα ελλείμματα. Παρουσίασε μια μικρή κάμψη του ελλείμματος το 2010 κάνοντας περικοπές σε μισθούς, δημιουργική λογιστική και βασιζόμενη σε έκτακτα έσοδα, όπως η έκτακτη εισφορά και η περαίωση. Αυτά, όμως, τελειώνουν και πλέον η καθίζηση των εσόδων είναι τόσο συντριπτική, που οδηγεί την μνημονιακή πολιτική της σε αδιέξοδο. Οι αγορές καταλαβαίνουν αυτά τα αδιέξοδα και για αυτό οι επενδυτικοί οίκοι μειώνουν συνεχώς την πιστοληπτική μας ικανότητα, ενώ τα spreads παραμένουν σε δυσθεώρητα ύψη. Ταυτόχρονα και ενώ η Ευρώπη παρουσιάζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, στη χώρα μας καμία νέα επένδυση δεν παρουσιάζεται.
Στον ένα χρόνο του μνημονίου, που ήδη έχουμε περάσει, η κυβέρνηση έπεσε μέσα μόνο σε δύο προβλέψεις. Στη δραματική αύξηση της ανεργίας και στην αύξηση του δημοσίου χρέους κατά 40 δις. Σήμερα πανηγυρίζει ότι θα εξοικονομήσει 6 δις από τη μείωση του επιτοκίου, όταν μέσα σε 2 μόλις χρόνια το δημόσιο χρέος θα ανέβει κατά 65 δις περίπου!
Η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας είναι κάτι που το φωνάζουμε εδώ και ένα χρόνο. Αξιοποίηση και όχι ξεπούλημα βέβαια. Η οποία ακόμα και αν φέρει τα έσοδα των 50 δις (πράγμα σχεδόν απίθανο), μετά βίας θα καλύψει το άνοιγμα του χρέους για μια χρονιά. Μετά τι θα γίνει; Τι θα βρούμε να ξεπουλήσουμε;
Το πρόβλημα είναι Ελληνικό, αλλά ταυτόχρονα είναι και Ευρωπαϊκό. Πρέπει, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή οικογένεια από κοινού, να δώσει λύση στη σύνοδο κορυφής της 25ης Μαρτίου. Αλλιώς, αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, θα ξαναβρεθούμε πολύ σύντομα να συζητάμε τα ίδια προβλήματα σε πολύ δυσμενέστερες συνθήκες.